Μπορείς να μη νικήσεις;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1
Στις πρώτες σελίδες αυτού του βιβλίου ξεκίνησα από τον καρκίνο να διηγούμαι την περιπέτεια της ζωής μου. Και ύστερα, το πώς η ίδια η αρρώστια με γύρισε στο παρελθόν, σε κάθε επεισόδιο της διαδρομής μου και στο αποτύπωμα που άφησε κάθε εμπειρία μέσα μου, ώστε να γίνω αυτή που είμαι, ό,τι και εάν είναι αυτό.
Πιάνοντας ξανά το νήμα της διήγησης από το καλοκαίρι του 2019, θυμάμαι πως από τις σύντομες διακοπές μου στην Τήνο –με το λίγο ως πολύ προδιαγεγραμμένο απότομο και επώδυνο φινάλε– επέστρεψα στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου. Είχα μόλις πληροφορηθεί ότι αυτό που με περίμενε ήταν οι χημειοθεραπείες. Αμέσως άρχισα το σαφάρι στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ για να προμηθευτώ τα πανάκριβα φάρμακα της χημειοθεραπείας. Καθώς ήμουν άμαθη, χρειάστηκαν πολλές ώρες μάταιης αναμονής σε λάθος σημεία διάθεσης αυτών των φαρμάκων και πολλά δρομολόγια με το μηχανάκι μου υπό 42 βαθμούς έως ότου εντοπίσω το σωστό φαρμακείο. Ταυτόχρονα, βέβαια, έπρεπε να δουλεύω, όσο αυτό ήταν δυνατόν, καθώς οι αθλητές μου δεν είχαν επανέλθει όλοι από τις διακοπές τους.
Μία από τις μεγάλες ανησυχίες μου για τη χημειοθεραπεία ήταν βέβαια το τι θα γινόταν με τα μαλλιά μου. Για εμένα ήταν πολύ σημαντικό να αποτρέψω ή, έστω, να περιορίσω όσο ήταν δυνατόν την αναπόφευκτη αλωπεκία, δηλαδή την τριχόπτωση που προκαλούν τα φάρμακα. Πληροφορήθηκα ότι υπάρχει μια μέθοδος, με μια κάσκα σιλικόνης, η οποία ψύχει το κρανίο και επιβραδύνει τη ροή του αίματος προς τον θύλακα της τρίχας, κάτι που σημαίνει πρακτικά ότι φορώντας ένα κράνος που σου παγώνει το μυαλό στους -32 βαθμούς Κελσίου μπορεί και να σώσεις τα μαλλιά σου. Την κάσκα αυτή, που μοιάζει λίγο με αυτή που φορούν οι πυγμάχοι στις προπονήσεις, πρέπει να την εφαρμόζει ειδικός και να την αλλάζει ανά 25 λεπτά καθώς παίρνεις το φάρμακο της χημειοθεραπείας. Φυσικά, η χρήση της κοστίζει 100 ευρώ τη φορά.
Στις 30 Αυγούστου ξεκίνησα την πρώτη μου χημειοθεραπεία. Και πάλι κατάφερα να κρατήσω το ηθικό μου ψηλά και να βρω το κουράγιο να είμαι χαρούμενη. Πήγαινα με την τακτική του μαραθώνιου: Οικονομία δυνάμεων και το βλέμμα σταθερά εστιασμένο στον τερματισμό. Αυτό σήμαινε ότι είχα κάνει πλάνο για 16 χημειοθεραπείες. Κατόπιν θα υπήρχε ένα διάστημα ανάπαυλας και ύστερα από αυτό θα άρχιζα ακτινοβολίες. Άρα, μπροστά μου είχα όντως έναν αγώνα παρατεταμένης διάρκειας.
Η πρώτη τετράδα των συνεδριών χημειοθεραπείας είναι και η πιο δυνατή. Αυτές οι τέσσερις αποτελούν το πιο ισχυρό μέρος του «σχήματος», όπως το λένε οι γιατροί. Γι’ αυτό και γίνονται ανά δύο εβδομάδες, ενώ οι υπόλοιπες 12 ανά μία εβδομάδα. Κάθε συνεδρία διαρκεί αρκετές ώρες, καθώς το φάρμακο εισάγεται στον οργανισμό σταγόνα σταγόνα. Και, αφού τελειώσει η διαδικασία, είσαι ζαλισμένη, με θολωμένο μυαλό, άρα δεν είσαι σε θέση να οδηγήσεις και είναι καλύτερα να έχεις κάποιον μαζί σου να σε συνοδεύει και να σε προσέχει. Στη δική μου περίπτωση, δίπλα μου ήταν πάντα κάποια από τις καλύτερες φίλες μου. Το δικό μας Sex and the City, η αχώριστη τετράδα: η Χριστίνα, η Μαριλένα, η Μένια κι εγώ, το δικό μου παρεάκι που δεν το άλλαζα με τίποτα. Ήταν επίσης η γλυκιά μου Μάγδα, που με φρόντιζε σαν μανούλα και πολλές φορές μού μαγείρευε και μου έδινε ταπεράκι στον δρόμο για το Νοσοκομείο Χ, για να μην κουραστώ με το μαγείρεμα μετά τη χημειοθεραπεία μου. Ήταν ακόμα δίπλα μου μονίμως ο αγαπημένος «αδελφός» μου Νίκος Αρμένης, που μαζί του μοιραζόμουν τα πάντα, αν κι εκείνος την ίδια περίοδο στήριζε και τη γυναίκα του Λίλυ, που έπασχε από καρκίνο του μαστού. Ήταν και η Μαρία αλλά και άλλοι που ήθελαν να με βοηθούν σε αυτή την περίοδο. Κρατούσα δίπλα μου αυτούς που ένιωθα πιο κοντά μου και ακουμπούσα πάνω τους ακόμα και όταν ένιωθα ότι η εικόνα μου δεν με κολάκευε καθόλου, όταν έκανα εμετούς ή παραμορφωνόμουν σιγά σιγά. Με έπαιρναν από το σπίτι, με πήγαιναν στο Νοσοκομείο Χ, με περίμεναν να τελειώσω και με έφερναν πίσω. Το είχαν μοιράσει μεταξύ τους και το έκαναν εκ περιτροπής, εγκαταλείποντας όλες τις δουλειές και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τους για χάρη μου.
Για την έγχυση του φαρμάκου υπάρχουν δύο μέθοδοι χημειοθεραπείας. Η μία λέγεται «port-a-cath» και γίνεται με έναν καθετήρα τον οποίο εισάγουν στο σώμα με επέμβαση. Η άλλη είναι η ενδοφλέβια χορήγηση, την οποία και επέλεξα διότι, πολύ απλά, με τον καθετήρα μέσα μου δεν θα μπορούσα να τρέχω. Ο γιατρός συμφώνησε πως αυτό μου ταίριαζε και έτσι προχωρήσαμε.
Αφού έκανα την πρώτη χημειοθεραπεία και πήρα τα παυσίπονα –κάποια πολύ ισχυρά, ειδικά παυσίπονα για τη συγκεκριμένη περίπτωση– συνέχισα να πηγαίνω για προπόνηση. Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχα πάθει κάτι και ότι δεν ένιωθα περίεργα (εκτός από τη διαρκή τάση για εμετό) την επαύριο της θεραπείας έμεινα στο σπίτι ως το μεσημέρι και το απόγευμα πήγα για προπόνηση. Όπως και την άλλη μέρα πήγα ξανά για προπόνηση. Έτρεχα κανονικά, σταματούσα για λίγο, έκανα εμετό –εφόσον αυτή είναι μια βασική παρενέργεια της θεραπείας– επέστρεφα στο σπίτι για να ξαπλώσω λίγο στο κρεβάτι και συνέχιζα. Προσπαθώντας να προσαρμοστώ στις νέες συνθήκες της ζωής μου, χωρίς να την αλλάξω ριζικά.
Ομολογώ ότι η μάχη για να μην παραδοθώ σε ό,τι κακό φέρνει η χημειοθεραπεία ήταν πολύ σκληρή. Τα φάρμακα είναι φωτιά μέσα σου, νιώθεις ότι κάτι φριχτό και επικίνδυνο έχουν βάλει στον οργανισμό σου. Είναι απίστευτη η αίσθηση που προκαλούν – πέρα από όλες τις υπόλοιπες παρενέργειες.
Μόλις πάρεις την πρώτη δόση, την επόμενη μέρα περιμένεις να δεις τι θα προκύψει, τι συμβαίνει μέσα σου. Στη δική μου περίπτωση, τη 10η ημέρα άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου. Καθόμασταν μαζί με την Αγάπη στον καναπέ και, εντελώς ξαφνικά, άρχισαν και πέφτουν οι πρώτες τούφες. Παγώσαμε και οι δύο. Σκέφτηκα «ωχ, άρχισε». Αλλά γιατί; Η κάσκα δεν είχε δουλέψει καθόλου;
Όταν λέμε «τριχόπτωση» σε αυτή την περίπτωση δεν εννοούμε πως πέφτουν μία δυο τριχούλες. Φεύγουν τούφες ολόκληρες. Και κρέμονται για λίγο πιασμένες στις υπόλοιπες, σαν να προσπαθούν να γαντζωθούν λίγο ακόμη στις ζωντανές και τις υγιείς. Αλλά δεν αντέχουν, γιατί έχουν πεθάνει, είναι μαλλιά νεκρά. Τις παίρνεις αυτές τις σκοτωμένες τούφες και τις μαζεύεις σε μια σακούλα. Μετά, όλα σου τα μαλλιά φεύγουν αμέσως. Τα αγγίζεις και φεύγουν. Περπατάς και φεύγουν από μόνα τους. Κι έτσι μαθαίνεις τι σημαίνει χημειοθεραπεία.
Ο ρυθμός που πέφτουν τα μαλλιά σε σοκάρει. Εγώ νόμιζα ότι με την κάσκα θα γλίτωνα την αλωπεκία. Αλλά η κάσκα που μου έβαλαν ήταν λάθος, έφτανε μόλις στο -5 και όχι στο -32. Δεν ήταν αυτή που είχα ζητήσει, ήταν ένας άλλος τύπος, επειδή το νοσοκομείο συνεργαζόταν με τον προμηθευτή τους – από ό,τι είχα καταλάβει.
Σχεδόν το 60% των μαλλιών μου έπεσε μετά από την πρώτη χημειοθεραπεία. Όταν το φάρμακο είναι μέσα σου και κάνει τη δουλειά του, έστω και με όλες του τις παρενέργειες, αλλά εσύ βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και δεν παρατηρείς καμία σημαντική αλλαγή, είσαι εντάξει. Όταν όμως βλέπεις αυτό το πλάσμα που χάνει τα μαλλιά του και παραμορφώνεται, το θέαμα σε ισοπεδώνει. Γιατί το βλέπεις μπροστά σου ότι μεταμορφώνεσαι σε κάτι άλλο. Ο καρκίνος σε κυριεύει και σε κάνει να μοιάζεις όπως εκείνος θέλει.
Είναι απίστευτο το πώς τα πιο απλά πράγματα στη ζωή γίνονται τόσο σημαντικά. Έκανα μπάνιο και για να στεγνώσω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι τα κρατούσα να μη φύγουν. Και εκείνα έφευγαν, βέβαια, μόνο με το νερό, δεν άντεχαν ούτε το βάρος από τις σταγόνες. Τα έβλεπα στο πάτωμα του μπάνιου, θύματα, σκοτωμένα.
Τέλος πάντων, στην επόμενη χημειοθεραπεία ζήτησα πολύ επίμονα και αυστηρά να μου βάλουν τη σωστή κάσκα γιατί ήδη είχα χάσει τόσα μαλλιά.
Για την άλλη κάσκα, των -32 βαθμών Κελσίου, έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο από νωρίς το πρωί. Στις 08:00 έρχεται στο δωμάτιο μία κυρία, ειδικά για την κάσκα. Την τοποθετεί στο κεφάλι σου, παγώνεις ολόκληρη και σε τσούζει, σε καίει κι αυτή μαζί με το φάρμακο της χημειοθεραπείας, αλλά διαφορετικά. Όμως εγώ το είχα αποφασίσει, αυτό έπρεπε να γίνει, για να έχω τις λιγότερες δυνατές απώλειες, σύμφωνα με το αρχικό μου σχέδιο. Έλεγα «ας μου μείνουν πέντε τρίχες. Δεν πειράζει, αυτές τις πέντε τρίχες πρέπει να τις περιποιηθούμε».
Σε αυτό τον αγώνα παίζει κυρίαρχο ρόλο η ψυχολογία σου. Κι εμένα η ψυχολογία μου ήταν στο ζενίθ. Το πάλευα και χαιρόμουν γι’ αυτό. Η δύναμή μου η ίδια μού έδινε δύναμη. Αλλά, βέβαια, εγώ δεν είμαι κάποια που μπορεί να καθίσει σε ησυχία, ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Και παρ’ όλο που στο Νοσοκομείο Χ είχα δωμάτιο, στο κρεβάτι δεν καθόμουν ποτέ. Δεν το ήθελα, μου έριχνε τη διάθεση. Καθόμουν στην καρέκλα ή, μετά από τη δεύτερη χημειοθεραπεία, είχα πάρει το λάπτοπ μαζί μου και ό,τι άλλο χρειαζόμουν και δούλευα. Έβγαζα προγράμματα προπόνησης, έγραφα άρθρα κ.λπ.
Κάθε συνεδρία χημειοθεραπείας κρατούσε ώρες ατελείωτες. Πήγαινα στις 8 το πρωί και έφευγα στις 4:30 το απόγευμα.
Στη δεύτερη χημειοθεραπεία ο οργανισμός μου ταράχτηκε πολύ. Ένιωθα να καίγομαι, να ανακατεύομαι και να θέλω συνέχεια να κάνω εμετό, να μη μου φτάνουν τα παυσίπονα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν εγκατέλειψα το τρέξιμο. Στις 06:00 το πρωί έφευγα από το σπίτι μου και πήγαινα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Έτρεχα κάτω από το «ψαροκόκαλο», ίσως μόνο και μόνο για να πω «είμαι εδώ». Εκείνη την ώρα ακόμη δεν είχε ξημερώσει καλά καλά, εγώ όμως μπορούσα να λέω «είμαι εδώ». Όσο μπορείς να λες ότι είσαι εδώ, είσαι ζωντανή και προχωράς.
Πολλά ήταν αυτά που με μπέρδευαν γύρω από τον καρκίνο και τη χημειοθεραπεία. Και μάλλον αυτό είναι φυσιολογικό, για κάτι τόσο σοβαρό όσο μια θανάσιμα επικίνδυνη αρρώστια. Αλλά δεν μιλώ μόνο για την πνευματική και ψυχολογική πλευρά. Το ίδιο το σώμα παθαίνει σύγχυση, καθώς τη μία στιγμή οι πόνοι και οι ενοχλήσεις υποχωρούν και την άλλη αντεπιτίθενται με ακόμη μεγαλύτερη μανία. Εγώ όμως είχα μάθει κάτι και ήμουν πια απολύτως σίγουρη γι’ αυτό: Το τρέξιμο μου έκανε καλό.
Κάποια μέρα έκανα 18 χιλιόμετρα μετά από χημειοθεραπεία. Και θα μπορούσα να έχω κάνει 25, αλλά σταμάτησα. Είπα στον εαυτό μου «πήγαινε στο σπίτι τώρα, είσαι μια χαρά, αρκετά για σήμερα».
Το κάψιμο του φαρμάκου μετριαζόταν με το τρέξιμο. Και, επίσης, επειδή έτρεχα και έθετα τον οργανισμό μου σε κίνηση, δεν αντιμετώπιζα το άλλο μεγάλο πρόβλημα που προκαλεί η χημειοθεραπεία, την αφόρητη δυσκοιλιότητα. Γιατί δεν φτάνει που καίει τα σπλάχνα σου το φάρμακο, σε κάνει επιπλέον να πρήζεσαι. Σε πολλές γυναίκες χορηγούνται βαριά φάρμακα, ειδικά για να τις βοηθήσουν με τις κενώσεις. Εγώ όμως δεν χρειάστηκε να πάρω τίποτα τέτοιο, επειδή έτρεχα. Όπως επίσης πολύ γρήγορα άρχισα να ελαττώνω τις δόσεις των παυσίπονων, μέχρι που δεν τα έπαιρνα καθόλου. Και πάλι, όπως πιστεύω, με βοήθησε το τρέξιμο.
Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2019, συνέχιζα το πρόγραμμά μου με την ατομική μου προπόνηση και το κολύμπι στον Σχοινιά, ενώ προπονούσα κανονικά τους δρομείς της ομάδας μου. Η ζωή μου είχε επανέλθει πλήρως στον ρυθμό της παλιάς μου καθημερινότητας, με μόνη διαφορά ότι ορισμένες Παρασκευές έπρεπε να πηγαίνω για χημειοθεραπεία.
Κάποια στιγμή, ψάχνοντας κάτι άλλο στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε μια αναφορά σε εμένα. Και ύστερα σε άλλη και άλλη και άλλη. Ενώ είχα συνηθίσει να βλέπω στην αναζήτηση το όνομά μου δίπλα σε κάποιο αθλητικό γεγονός, τώρα ήταν παντού «Μαρία Πολύζου – καρκίνος». Σαν να με ταύτιζαν με την αρρώστια, λες και ο καρκίνος είχε γίνει μέρος της ταυτότητάς μου.
Άρχισα να διαβάζω τι έγραφαν για μένα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι, στην πλειονότητά τους άγνωστοι σε μένα, παρακολουθούσαν τις αναρτήσεις που έκανα στο Facebook εν είδει ανταπόκρισης από το μέτωπο της χημειοθεραπείας. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα απασχολούσε τόσο κόσμο ο δικός μου καρκίνος. Στο κάτω κάτω, δεν ήμουν δα και ο Γκάλης. Όλοι μού εύχονταν περαστικά, να γίνω καλά, να είμαι δυνατή κ.λπ. Με γέμισαν τάματα, εικονίτσες, παναγίτσες, και όλη αυτή η θερμή συμπαράσταση με συγκινούσε βαθιά.
Το παράδοξο ήταν ότι άνθρωποι πολύ δικοί μου, που με αγαπούσαν πάρα πολύ, είχαν αποτραβηχτεί. Δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτό που περνούσα.
Τη χημειοθεραπεία δεν τη συνηθίζεις. Η επίδραση του φαρμάκου είναι κάθε φορά και πιο δυνατή, πιο σκληρή. Και στο ενδιάμεσο, εννοείται, έπρεπε να πηγαίνω για εξετάσεις. Όλα από την αρχή. Θυμάμαι, π.χ., ότι στην τέταρτη χημειοθεραπεία ο γιατρός με έδιωξε, γιατί από τα αποτελέσματα των εξετάσεων φαινόταν ότι το συκώτι δεν είχε αποβάλει ακόμη τα τοξικά συστατικά του φαρμάκου, άρα δεν μπορούσα να πάρω την επόμενη δόση. Εγώ ξαφνιάστηκα και απογοητεύτηκα, γιατί στις χημειοθεραπείες είσαι σαν τον φαντάρο που μετράει ανάποδα τις ημέρες για να απολυθεί, του τύπου «τρεις και σήμερα» κ.ο.κ. Δεν είχα υπολογίσει πως η αγωγή που λάμβανα θα καθυστερούσε.
Ταυτόχρονα, στον έξω κόσμο ο δικός μου καρκίνος γινόταν σημείο αναφοράς ακόμη και σε αγώνες. Τον Οκτώβριο του 2019 σε έναν ημιμαραθώνιο στην Κρήτη, στο Αρκαλοχώρι, οι διοργανωτές χρησιμοποίησαν τη μορφή μου σε πινακίδες που είχαν τοποθετήσει σε πολλά σημεία κατά μήκος της διαδρομής. Έγραφαν τότε στο Facebook ότι «η Μαρία Πολύζου πρόσφατα έδωσε την προσωπική μάχη για τη ζωή, τη μάχη με τον καρκίνο. Την Κυριακή μάς δείχνει τον δρόμο. Η κάτοχος του ρεκόρ στον μαραθώνιο γυναικών, η πολυνίκης αθλήτρια, μέσα από το δικό της παράδειγμα να μάχεται στους αγώνες, να στηρίζει τους αδυνάτους αλλά και να δίνει το τελευταίο διάστημα και τη δική προσωπική μάχη για τη ζωή (το ότι θα νικήσει τον καρκίνο είναι παραπάνω από βέβαιο) μας εμπνέει και μας καθοδηγεί. Η Μαρία Πολύζου μάς δείχνει τον δρόμο της προσπάθειας για νίκη σε κάθε μάχη και μας υπόσχεται να είναι κοντά μας, στηρίζοντάς μας ηθικά και ψυχικά με την αγάπη και την προσωπική της στάση ζωής».
Πολύ μεγάλη τιμή, πολύ μεγάλη συγκίνηση, ακόμη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη.
Συνεχίζω τις χημειοθεραπείες και τα μαλλιά μου εξακολουθούσαν να πέφτουν, αν και με πολύ χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι στην αρχή. Με τη σωστή κάσκα δεν έφευγαν πια τούφες, αλλά μόνο τρίχες. Η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί κάπως και μπορούσα να κυκλοφορήσω χωρίς να σκέφτομαι πως όποιος γνωστός με συναντούσε τυχαία θα σκεφτόταν αυτομάτως ότι είχα καρκίνο.
Στις 10 Νοεμβρίου του 2019 θα γινόταν ο Αυθεντικός Μαραθώνιος της Αθήνας. Δυο μέρες πριν, την Παρασκευή, είχα πάει στο νοσοκομείο για χημειοθεραπεία, και για το βράδυ εκείνης της ημέρας ήταν προγραμματισμένο το γκαλά του Μαραθωνίου Δρόμου, μια εκδήλωση που εγώ δεν έχανα ποτέ. Κατά καιρούς έχω κάνει απονομές σε άλλους αθλητές, ενώ είμαι ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Γυναικών της AIMS (της Διεθνούς Ένωσης Μαραθωνίων Δρόμων και Αγώνων Μεγάλων Αποστάσεων). Μαζί με περίπου 10 ακόμη γυναίκες από όλο τον κόσμο, συμμετέχω στην προσπάθεια για την ανάπτυξη του δρομικού κινήματος και την προώθηση της ιδέας του τρεξίματος.
Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να χάσω αυτή τη βραδιά, ακόμη και εάν με πήγαιναν με φορείο.
Τελείωσα τη χημειοθεραπεία γύρω στις 4 το απόγευμα. Επέστρεψα στο σπίτι μου όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είχα κανονίσει να έρθει κομμωτής να μου φτιάξει τα μαλλιά. Βάφτηκα και φτιάχτηκα, έβαλα το καλό μου φόρεμα και στις 18:30 ήρθε το ταξί για να με παραλάβει. Στις 19:00 ήμουν κιόλας στο Μέγαρο Μουσικής.
Όσοι με αντίκρισαν και ήξεραν για τον καρκίνο με κοίταζαν σαν να έβλεπαν φάντασμα. Δεν πίστευαν ότι στέκομαι στα πόδια μου, πόσο μάλλον να εμφανίζομαι σε μια επίσημη δεξίωση απονομής βραβείων για τον καλύτερο μαραθωνοδρόμο του 2019 από την AIMS.
Εγώ ήθελα απλώς να βρίσκομαι εκεί, εκεί όπου ανήκω, να νιώθω και να φέρομαι φυσιολογικά, χωρίς να προσελκύω την προσοχή. Αυτό όμως φαίνεται πως ο καρκίνος το απαγορεύει. Ακόμη και ο πρόεδρος της AIMS στην ομιλία του έκανε ειδική αναφορά σε μένα και μου ευχήθηκε δύναμη και κουράγιο. Κοκκίνισα, όλο αυτό δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο. Εγώ δεν ήθελα να με κοιτάζει κανένας σαν κάτι ξεχωριστό και ξαφνικά ένιωθα πια σαν να ήμουν στιγματισμένη. Και ακόμη πιο έντονα όταν μετά την ομιλία του προέδρου σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και με χειροκροτούσαν. Δεν το καταλάβαινα καθόλου όλο αυτό. Για εμένα υπήρχε μόνο η ζωή που συνεχιζόταν – και ο μαραθώνιος.
Γι’ αυτό και το Σάββατο το πρωί πήγα κανονικά στην εκκίνηση για τον δρόμο των 10 χιλιομέτρων, όπως κάνω πάντα, για να εμψυχώσω τους δρομείς της ομάδας μου. Το 2019 σε όλα τα αγωνίσματα που είχαν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του 37ου Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας είχα 50-70 δρομείς από την ομάδα μου MARATHON TEAM GREECE by Maria Polyzou, αλλά και ομάδες που προπονούσα από μεγάλες εταιρείες – συνολικά πάνω από 300 δρομείς. Κάποιοι έτρεχαν τον πρώτο τους μαραθώνιο, κάποιοι είχαν ξανατρέξει, κάποιοι κυνηγούσαν ρεκόρ, όλοι λίγο πολύ είχαν απορίες για τις προπονήσεις και την προετοιμασία τους. Μιλούσα διαρκώς στο τηλέφωνο με τους δρομείς, απαντούσα σε μέιλ – ένας ευχάριστος πανζουρλισμός. Ειδικά τα «πρωτάκια» στον πρώτο τους μαραθώνιο έχουν δεκάδες απορίες, π.χ., τι θα φορέσουν, τι θα φάνε, το άγχος, τα περάσματα, αν θα κοιμηθούν κ.λπ. Μιλούσα με όλους συνέχεια. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι και οι απλοί δρομείς που μου έστελναν μηνύματα και μου ζητούσαν τη συμβουλή μου για διάφορα θέματα. Για όλους ήμουν διαθέσιμη, όπως κάνω πάντα όταν προπονώ τους δρομείς μου. Ακόμη και στη χημειοθεραπεία είχα τον υπολογιστή πάνω στο κρεβάτι και απλωμένα τα χαρτιά μπροστά μου με τα δεδομένα για κάθε αθλητή της ομάδας. Δούλευα από το νέο μου προσωρινό «γραφείο». Μιλούσα στο τηλέφωνο με δρομείς και μου έλεγαν το πρόβλημά τους ή κάποιον τραυματισμό τους ή τον φόβο τους για τον αγώνα, την ίδια στιγμή που είχα τη σύριγγα με το φάρμακο της χημειοθεραπείας στο χέρι μου. Απλώς φρόντιζα να μην τους λέω πού βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή για να μην τους κάνω να νιώσουν άσχημα. Ήταν απίστευτος ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα πια στη ζωή μου. Αντιμετώπιζα τα πάντα διαφορετικά. Σκεφτόμουν ότι κάποτε κι εγώ βρισκόμουν στην ίδια θέση με αυτούς τους δρομείς και τώρα που ήμουν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου παλεύοντας με τον καρκίνο, όλα αυτά τα μικρά καθημερινά προβλήματα και αγωνίες φάνταζαν ανούσια. Ας αφεθούμε στην πορεία μας και ας απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή, γιατί το αύριο δεν το ξέρει κανείς.
Την Κυριακή 10 Νοεμβρίου, την ημέρα του μαραθώνιου, είχα τα γενέθλιά μου. Την προηγούμενη χρονιά είχα τρέξει και όταν τερμάτισα η υποδοχή μου στο Παναθηναϊκό στάδιο ήταν πολύ θερμή από το κοινό. Το είχα ευχαριστηθεί πολύ και είχα σκοπό να επιστρέψω σε καλύτερες επιδόσεις, διότι περίπου εκείνη την περίοδο και παρ’ όλο που ήμουν πια 50 ετών, είχα τρέξει τρεις καλούς μαραθώνιους, με χρόνους από 3:45´-3:55´ έως 4 ώρες – και χωρίς καμία σοβαρή προετοιμασία. Η φιλοδοξία να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου πιο συστηματικά στον μαραθώνιο, ξεκινώντας σχετικά συστηματικό πρόγραμμα προετοιμασίας, στραγγαλίστηκε από τον καρκίνο. Και, όπως έγραφα στην αρχή αυτού του βιβλίου, ανήμερα των γενεθλίων μου, αλλά σε πολύ κακή κατάσταση γιατί είχα συνεχή τάση για εμετό, βρέθηκα στην εκκίνηση ενός ακόμη Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας. Τώρα που βλέπω τις φωτογραφίες από εκείνη την ημέρα, λέω «πώς ήμουν έτσι;». Αλλά για τα δεδομένα της στιγμής, αντικειμενικά ήμουν πολύ καλή. Τόσο μπορούσα τότε.
Το 2019 έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου: Ότι την επόμενη χρονιά, στα 52 μου, θα έτρεχα κανονικά στον μαραθώνιο της Αθήνας. Και θα έτρεχα καλύτερα από ποτέ – αυτό ήταν προαποφασισμένο και σίγουρο.
Σαν προκαταβολή και σαν δέσμευση για το τι θα έκανα το 2020 αφού θα ξεμπέρδευα με τον καρκίνο, την 1η Δεκεμβρίου του 2019 και ενώ ακόμη έκανα χημειοθεραπεία έτρεξα σε έναν αγώνα 15 χιλιομέτρων.
Είχαμε πάει μαζί με 25-30 από τους δρομείς μου στον Μαραθώνα, για έναν αγώνα αφιερωμένο στη μνήμη του Μισέλ Μπρεάλ, του ανθρώπου που είχε την έμπνευση να αναβιώσει τον μαραθώνιο δρόμο και να δημιουργήσει το σύγχρονο αγώνισμα. Στον συγκεκριμένο αγώνα μπορούσε κάποιος να τρέξει σε δύο αποστάσεις, είτε στα 5 είτε στα 15 χιλιόμετρα.
Γνωρίζοντας ότι εγώ είχα πάει υπό την ιδιότητά μου ως προπονήτριας, οι διοργανωτές είχαν ετοιμάσει ένα νούμερο για μένα τιμής ένεκεν, εκτός συναγωνισμού. Όταν το είδα και διαπίστωσα ότι ήταν για τα 5 χιλιόμετρα, είπα στους ανθρώπους της διοργάνωσης «να το κάνουμε 15 χιλιόμετρα;». Παραξενεύτηκαν. Άρχισαν να με ρωτάνε αν ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω κ.λπ. Φυσικά και ήξερα. Τέτοιες αποστάσεις στην προπόνηση και μάλιστα σε καλό τέμπο τις είχα, δεν κορόιδευα.
Οι δρομείς μου δεν το πίστευαν. Κι εγώ μπορεί να φαινόμουν ότι ήμουν τρελή για δέσιμο, αλλά ήξερα ακριβώς τις δυνατότητές μου, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρισκόμουν εκείνη την περίοδο.
Τα παιδιά με κοίταζαν με σεβασμό. Φαντάζομαι πως σκέφτονταν «εμείς τώρα τι να πούμε; Ότι μας πονάει το χέρι και το πόδι, ενώ η προπονήτριά μας τρέχει 15 χιλιόμετρα μετά από χημειοθεραπεία;».
Πράγματι έτρεξα – και με πολύ καλό ρυθμό μάλιστα, με 5´42˝ ανά χιλιόμετρο. Κέρδισα και ένα κύπελλο, αλλά η μεγαλύτερη ικανοποίηση ήταν ότι ανέβηκα στο βάθρο μαζί με την ομάδα μου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2
Γενικά, σε όλες τις χημειοθεραπείες κάναμε πάρτι στον θάλαμο του νοσοκομείου, αλλά πολύ περισσότερο, φυσικά, στην τελευταία, την 16η. Στην οποία υποβλήθηκα στις 24 Ιανουαρίου του 2020. Έως τότε, είχα διαπιστώσει ότι σε όλα τα υπόλοιπα δωμάτια όπου γίνονταν χημειοθεραπείες επικρατούσε θλίψη και μια μακάβρια σιγή. Γι’ αυτό και κάποιες φορές μάς έκαναν παρατήρηση, να μη φωνάζουμε και να μη γελάμε, να κάνουμε ησυχία. Αλλά, κατ’ εξαίρεση, στην τελευταία χημειοθεραπεία που έκανα εγώ στο Νοσοκομείο Χ ανοίξαμε σαμπάνιες. Αν και το πραγματικό πάρτι για εμένα ήταν άλλο: Ήταν ο ρυθμός του 5´26˝ στο χιλιόμετρο όταν έτρεχα μεταξύ των χημειοθεραπειών ή όταν είχα τρέξει 16 χιλιόμετρα με ρυθμό 6´12˝ στο χιλιόμετρο ή ακόμη και κάτω από 6´. Αυτό σήμαινε ότι ο οργανισμός μου ανταποκρινόταν στην παρακίνηση, στο ότι δεν τον άφηνα να βουλιάξει. Γιατί είναι πολύ εύκολο να πάρεις πολλά κιλά –μιλάμε για 30 και παραπάνω– με τις χημειοθεραπείες. Εγώ πρόσεχα να μην υποκύψω στην επιθυμία να τρώω συνέχεια, η οποία οφείλεται στα φάρμακα της χημειοθεραπείας που τρελαίνουν τον μεταβολισμό, επιταχύνοντάς τον υπερβολικά. Θυμάμαι ότι στην 4η χημειοθεραπεία είχα γυρίσει στο σπίτι και μπουκωνόμουν με ό,τι έβρισκα στο ψυγείο. Νόμιζα ότι θα πεθάνω από την πείνα, παρ’ όλο που εγώ ποτέ δεν ήμουν κοιλιόδουλη. Καταβρόχθιζα ό,τι φαγώσιμο έβρισκα, κυριολεκτικά αμάσητο. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να αφεθεί ανεξέλεγκτο. Το να μην παραμορφώνομαι ήταν σημαντικό για μένα. Να μην αλλάξω νούμερο στα ρούχα μου. Τελικά πήρα 3 κιλά, ενώ κάποιες άλλες γυναίκες που ξεκίνησαν μαζί μου την ίδια θεραπεία η μία πήρε 27 και η άλλη 35 κιλά.
Ήταν απίστευτο το πόσες γυναίκες έβλεπαν τις αναρτήσεις μου στα social media και μου έστελναν απορημένα μηνύματα, του τύπου «μπορείτε και τρέχετε; Εγώ δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι μετά τη χημειοθεραπεία».
Απαντούσα αμέσως σε οποιαδήποτε καρκινοπαθή μού έγραφε. Συνήθως την παρότρυνα να βγει και να κινηθεί: «Περπάτα. Τρέξε. Είναι μέρος της θεραπείας σου αλλά δεν σου το έχουν πει. Ή δεν το κατάλαβες».
Ο δικός μου καρκίνος δεν με εμπόδισε να συνεχίσω να ασχολούμαι με τον καρκίνο των άλλων. Από χρόνια, παράλληλα με τις υπόλοιπες ενασχολήσεις, την οικογενειακή και προσωπική μου ζωή, υποστήριζα πολλούς και διάφορους κοινωφελείς σκοπούς. Ένας από αυτούς είναι η προσέλκυση νέων εθελοντών δοτών για το μυελό των οστών, μια δράση που συνδέεται άμεσα με τον σύλλογο «Όραμα Ελπίδας». Ως γνωστόν, το «Όραμα Ελπίδας» έχει στόχο να βοηθήσει καρκινοπαθή παιδιά.
Αφού εκπαιδεύτηκα η ίδια να λαμβάνω δείγματα, χρησιμοποίησα την απήχηση που είχα ως μαραθωνοδρόμος και πρωταθλήτρια για να συνδέσω το κοινό με το «Όραμα Ελπίδας». Πριν από την εκκίνηση αγώνων δρόμου οπουδήποτε στην Ελλάδα, ζητούσαμε από τους δρομείς και από οποιονδήποτε άλλον ενδιαφερόταν να γίνουν δότες μυελού οστών. Είναι κάτι πολύ απλό και ανώδυνο – ενώ σώζει, κυριολεκτικά, ζωές.
Η συνεργασία μου με το «Όραμα Ελπίδας» δεν διακόπηκε ούτε ενόσω ήμουν υπό χημειοθεραπεία. Θυμάμαι ότι σε κάποιον αγώνα στην Καλλιθέα είχα βρει 120 νέους δότες. Όποιος ερχόταν να μου μιλήσει, να βγάλει μια σέλφι κ.λπ. δεν έφευγε εάν δεν εγγραφόταν ως δότης. Επίσης, ύστερα από δικές μου πιέσεις στον ΣΕΓΑΣ, το «Όραμα Ελπίδας» πήρε θέση στον τερματισμό του Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας, εκεί όπου θα συγκεντρώνονταν 60.000 άνθρωποι. Το ίδιο έγινε στον μαραθώνιο της Θεσσαλονίκης, και το μήνυμα της προσφοράς μυελού των οστών άρχισε να διαδίδεται σε όλη την Ελλάδα, από την Κρήτη ως τον Έβρο. Μάλιστα, δημιούργησα με την ομάδα μου και τη Φλόγα του Οράματος Ελπίδας και πολλές φορές μεταλαμπαδεύσαμε το μήνυμα με αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι πλέον το «Όραμα Ελπίδας» έχει ενσωματωθεί στο δρομικό κίνημα με μεγάλη επιτυχία. Είναι κάτι εξαιρετικά ευχάριστο το ότι υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι, πρόθυμοι να δώσουν μυελό των οστών, αφού πρέπει να είναι κάποιος από 18 έως 45 ετών για να γίνει εθελοντής δότης.
Μετά από τη 2η χημειοθεραπεία σε έναν αγώνα στην Καλλιθέα, βρέθηκα ξανά στον χώρο της εκκίνησης για το «Όραμα Ελπίδας». Ήταν η φάση που τα μαλλιά μου έπεφταν πάρα πολύ. Φορούσα ένα μπλουζάκι μαύρο και οι αθλητές της ομάδας μου είχαν αντιληφθεί τι μου συνέβαινε. Κάποιες κοπέλες-δρομείς μού έλεγαν «Μαρία, η μπλούζα σου έχει γεμίσει τρίχες». Μου το έλεγαν αυτό εμπιστευτικά και διακριτικά, αλλά είχαν σοκαριστεί. Αυτό που έκανα ήταν να βρω μια κίτρινη μπλούζα και να αλλάξω, ώστε τα μαλλιά που έπεφταν να μη φαίνονται εξαιτίας της χρωματικής αντίθεσης.
Παρόμοιες δράσεις έχω κάνει για την ενίσχυση του εθελοντικού, μη κερδοσκοπικού οργανισμού «Κιβωτός του Κόσμου» του πατέρα Αντώνιου, για τον Πανελλήνιο Σύλλογο Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής» και πολλές άλλες. Ωστόσο, αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ο αγώνας που διοργάνωσα στο «Όραμα Ελπίδας». Εάν δεν με απατά η μνήμη μου, με είχαν καλέσει για να μιλήσω στη γιορτή της 25ης Μαρτίου το 2017. Είχα φύγει από το σπίτι ενθουσιασμένη, αδημονώντας να βρεθώ ανάμεσα στα παιδάκια. Φτάνοντας εκεί, σε μια μικρή αίθουσα αντίκρισα παιδιά από 4 μέχρι 12 ετών με τους ορούς καρφωμένους στα χέρια τους, να σέρνει το καθένα τον δικό του ορθοστάτη. Αλλά πάνω στα στατό με τους ορούς και τα φάρμακα τα παιδιά είχαν τοποθετήσει ελληνικές σημαίες. Έπαθα σοκ. Δεν άντεξα. Βγήκα έξω. Δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Μίλησα για λίγο με τον διευθυντή του Οράματος τον Στέλιο Γραφάκο και κατάφερα να συνέλθω. Τα παιδιά, αμέριμνα, ήταν σε γιορτινή διάθεση. Σηκώνονταν και έβγαιναν μπροστά, όπως στο σχολείο, έλεγαν το ποιηματάκι τους, ενώ προβάλλονταν εικόνες σχετικές με την 25η Μαρτίου. Κατόπιν ήρθε η δική μου σειρά να μιλήσω. Σηκώνομαι, και τα παιδιά με κοιτούσαν με τα τεράστια μάτια τους, περιμένοντας να ακούσουν κάτι πολύ σπουδαίο και συναρπαστικό από μένα. Άρχισα, λοιπόν, να εξιστορώ στα παιδιά την περιπέτειά μου στον Φειδιππίδειο σαν να τους έλεγα ένα παραμύθι. Και ξαφνικά, όπως συνήθως συμβαίνει όταν απέναντί σου έχεις παιδιά, έρχεται η απορία που σε στέλνει αδιάβαστη: Ένα παιδάκι με ρώτησε «και, κυρία, δεν πεθάνατε;». Γονατίζω, πάω κοντά του και του λέω «όχι. Κανένας γίγαντας δεν πεθαίνει. Κι εσείς είσαστε γίγαντες». Και τα παρακίνησα να φωνάξουν όλοι μαζί «Ναι! Είμαστε γίγαντες!». Και ύστερα, όλοι μαζί κάναμε παρέλαση για την 25η Μαρτίου. Επειδή τα παιδιά δεν ήταν σε θέση να παρελάσουν σε εξωτερικό χώρο, τα πήρα και παρελάσαμε στον διάδρομο του νοσοκομείου, με τα σημαιάκια τους, με βήμα και με καμάρι. Οι δε γονείς τους, αριστερά και δεξιά, ήταν κατασυγκινημένοι, τραβούσαν βίντεο με τα κινητά τους και έβγαζαν φωτογραφίες.
Τέτοιες ενέργειες με γεμίζουν, τις κάνω με την ψυχή μου και θα συνεχίσω να τις κάνω – και τώρα ακόμη περισσότερο. Γιατί ξέρω τι σημαίνει η χημειοθεραπεία μέσα στο σώμα μου, πόσο μάλλον στο κορμάκι ενός παιδιού.
Την ίδια εκείνη χρονιά, το 2017, για την Παγκόσμια Ημέρα Τρεξίματος είχα προτείνει στο «Όραμα Ελπίδας» να διοργανώσουμε έναν αγώνα δρόμου για τα παιδάκια που νοσηλεύονταν εκεί. Έναν αγώνα μόλις 50 μέτρων, αλλά εγώ θα τύπωνα μπλούζες, θα έφερνα τα έπαθλα, τα μετάλλια κ.λπ. Ενθουσιάστηκαν όλοι με την ιδέα, το προσωπικό, οι γονείς, τα παιδιά. Και τελικά όντως έγινε αυτός ο αγώνας, μπροστά στην είσοδο του νοσοκομείου, την οποία είχαμε στολίσει με μπαλόνια. Πήγαμε μερικά άτομα από την ομάδα μου, γιατί ούτως ή άλλως δεν επιτρέπονται πολλοί, μόνο 7-8 επισκέπτες, όχι περισσότεροι.
Έβαλα τα παιδάκια στη σειρά, στη γραμμή της υποτιθέμενης εκκίνησης. Το καθένα κρατούσε τον ορό του. Όμως, κάποια παιδιά δεν τολμούσαν να βγουν από το δωμάτιό τους. Πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να τρέξουν 50 μέτρα. Ορισμένα κατέβηκαν μαζί με τους γονείς τους, για να δουν και κατόπιν να αποφασίσουν εάν θα συμμετείχαν. Όταν τελείωσε ο αγώνας, ήρθε ένας γονιός και μου είπε «δεν ξέρετε τι έχετε κάνει στον γιο μου». Το πιτσιρίκι του ήταν 9 ετών, ένα γεροδεμένο αγοράκι, κάπως μεγαλόσωμο για την ηλικία του. Παρά τους δισταγμούς του, ο μικρούλης αυτός κατάφερε τελικά να τρέξει στον αγώνα μας. Στο δωμάτιό του μετά, μόνο που δεν πήδαγε από τη χαρά του, γιατί τα είχε καταφέρει. Απόδειξη ότι είχε πάρει μετάλλιο και αναμνηστικό δίπλωμα. Είχε χρειαστεί να τον πάρω εγώ από το χέρι, γιατί δίσταζε να το αποφασίσει. Τρέξαμε μαζί και με το μετάλλιο που κέρδισε, ήταν πανευτυχής, πετούσε.
Μετά από τις χημειοθεραπείες, σειρά πήραν οι ακτινοβολίες. Συνολικά 32 στον αριθμό. Πήγαινα κάθε μέρα στο νοσοκομείο, πάντα μόνη μου. Στο μεταξύ, είχε επιβληθεί το πρώτο λοκντάουν για την πανδημία της Covid-19, γεγονός που προσωπικά με βόλεψε, διότι οι δρόμοι της Αθήνας ήταν άδειοι. Πήγαινα από το Χαλάνδρι στο Φάληρο και πίσω σε ένα κλάσμα του χρόνου που θα έκανα υπό κανονικές συνθήκες κυκλοφορίας.
Μετρούσα μέρες πάλι. Όπως στον μαραθώνιο. Δεν μετρούσα τα χιλιόμετρα που έκανα. Μετρούσα τα χιλιόμετρα που μου απέμεναν.
Οι ακτινοβολίες είναι κάτι πολύ εκνευριστικό, ακούς αυτούς τους περίεργους ήχους, σαν τη μαγνητική τομογραφία, που νομίζεις ότι σε κοροϊδεύουν, ότι είναι μια παρωδία επιστημονικής φαντασίας. Τώρα είχα και τη μάσκα προσώπου να με πνίγει, λόγω μέτρων προστασίας για τον κορονοϊό. Έφτανα στα όριά μου. Χρειάζεται απέραντη υπομονή και τεράστια αντοχή η διαδικασία της ακτινοθεραπείας. Αλλά, και πάλι, δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή: Οι ακτινοβολίες είναι μέρος της θεραπείας. Είναι κομμάτι της διαδρομής.
Εννοείται ότι παράλληλα συνέχιζα να προπονούμαι καθημερινά αλλά και να δουλεύω ως προπονήτρια για τους δρομείς μου. Και ταυτόχρονα φρόντιζα να απολαμβάνω τη ζωή. Για παράδειγμα, ενώ υποτίθεται ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν κάνει να τρώει κάποιος ωμές τροφές, εγώ έτρωγα πολύ συχνά σούσι. Επειδή το λατρεύω, τόσο απλά. Δεν σταματούσα τον εαυτό μου από την ευχαρίστηση, από τις μικρές ηδονές που με κάνουν ευτυχισμένη. Οι ορμόνες της ευτυχίας σε βοηθάνε, ακόμη και στο να μετριάσεις τους πόνους. Επίσης, στο σπίτι έβλεπα ωραίες, διασκεδαστικές, ανάλαφρες ταινίες. Στα όρια της αφέλειας, ακόμη και τη Χάιντι. Απέφευγα συνειδητά οτιδήποτε έχει βάθος και προβληματισμούς. Ειδήσεις δεν έβλεπα ούτε κατά λάθος. Οτιδήποτε αρνητικό το έκλεινα αμέσως. Με ενδιέφεραν κυρίως τα παραμύθια. Πίστευα ότι όλο αυτό κάνει καλό στους πόνους, σαν αντίδοτο. Από τη μία το φάρμακο που με καίει, από την άλλη τα δικά μου φυσικά παυσίπονα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν σταμάτησα καθόλου να κινούμαι. Και σε καμία περίπτωση δεν δέχομαι τη δικαιολογία ότι «εγώ δεν μπορώ να κάνω αυτά που έκανε η Πολύζου». Όλο αυτό το διάστημα της μάχης με τον καρκίνο είδα πάρα πολλές γυναίκες, έμπαινα στα δωμάτια των άλλων ασθενών, συζητούσα με άλλες ομοιοπαθείς. Πολλές από αυτές με ακολούθησαν και άρχισαν να περπατούν. Μαζί μου. Τις πήρα από το χέρι. Και βοηθήθηκαν πάρα πολύ, γιατί με πίστεψαν ότι μπορούν και αυτές να κάνουν ό,τι έκανα κι εγώ. Μιλούσα συνεχώς με αυτές τις γυναίκες. Κάποιες με ακολουθούσαν αργότερα στα social media. Μου έγραφαν «σε είδα, βγήκες για προπόνηση. Μα πώς μπορείς και το κάνεις αυτό;». «Κι εσύ μπορείς να το κάνεις» ήταν η μόνιμη απάντησή μου. Κάποιες από αυτές βγήκαν για περπάτημα. Και μία από αυτές που συνέχιζε τις χημειοθεραπείες μια μέρα με ενημέρωσε «Μαρία, βγήκα και περπάτησα 8 χιλιόμετρα». Τα κατάφερε.
Και, ευτυχώς, ειδικά μετά από το ξεκίνημα που κάναμε εμείς με το Νοσοκομείο Χ, οι γιατροί συστήνουν όλο και πιο έντονα την άσκηση κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας.
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν η Πολύζου το έκανε ή όχι. Πιστεύω ότι κάθε γυναίκα μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, να μην υπομένει παθητικά τη μοίρα της. Το ζήτημα είναι το πώς το μυαλό καθεμιάς και καθενός διαχειρίζεται την αρρώστια και τη βαριά θεραπεία. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια, όταν ακούμε «καρκίνος» σκεφτόμαστε αυτόματα το τέλος. «Χημειοθεραπεία» ίσον βασανιστήριο, κόλαση. Και, όντως, κάποιες γυναίκες μπορεί να έχουν δυσκολευτεί αφάνταστα.
Κάθε φορά που έφευγα από το νοσοκομείο ήθελα να ξεχάσω οτιδήποτε είχε σχέση με την αρρώστια. Γύριζα στο σπίτι, έβγαζα τα ρούχα μου, τα έριχνα στο πλυντήριο. Ήθελα να σβήσω τη λέξη «καρκίνος» και οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτή. Αν μένεις συνέχεια με το μυαλό σου κολλημένο στο «καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος», μπλοκάρεις. Εγώ ήθελα αμέσως μετά τη θεραπεία να γυρίσω πίσω στη ζωή μου. Και η ζωή μου, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι η άσκηση. Γι’ αυτό και με πολύ μεγάλη χαρά συμμετέχω στις δράσεις του δικτύου «Γυναίκες στην Ογκολογία» (w4ohellas.org). H Ε.Λ., διευθύντρια στην Δ΄ Ογκολογική Κλινική του Νοσοκομείου Χ και υπεύθυνη Γενετικής Συμβουλευτικής και Κληρονομικού Καρκίνου, και η προσωπική μου γιατρός ογκολόγος όλο αυτό το διάστημα των χημειοθεραπειών, εκ μέρους της συντονιστικής επιτροπής του δικτύου μού έκανε την τιμή να με χρίσει πρέσβειρα των «Γυναικών στην Ογκολογία». Λίγο αργότερα, και πριν ακόμα τελειώσω όλον αυτόν τον μαραθώνιο καρκίνου, ξεκινάω τη δική μου καμπάνια «Run Your Life», με σκοπό να εμπνεύσω γυναίκες μέσω του δικού μου τρόπου αλλά και με μία σειρά από προπονητικές ασκήσεις, τρέξιμο ή περπάτημα, καλή και θετική σκέψη, να περάσουν τον αγώνα τους και να τερματίσουν και αυτές νικήτριες. Το «All women can run» (allwomencanrun.org) ιδρύθηκε, επίσης, σχεδόν παράλληλα με τη διάγνωση του καρκίνου μου, από την AIMS και τον προέδρο κ. Πάκο Μποράο και τη Μάρθα Μοράλες, και τις αρχές του υποστηρίζω και προσπαθώ να διαδώσω. Όλα τα νέα άρθρα μου μετά τον καρκίνο βασίζονται στην ίδια αρχή: Ότι η άσκηση και ειδικά το τρέξιμο μειώνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου. Αλλά και εκείνες οι γυναίκες που τελικά νοσούν πρέπει να συνεχίσουν να ασκούνται, καθώς αυτό θα τις βοηθήσει σε πολλά επίπεδα – στην ψυχολογία τους, στη διατήρηση του βάρους και, κυρίως, στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Και όσες είναι διστακτικές πρέπει να ξέρουν ότι αυτή η κατάσταση είναι απολύτως διαχειρίσιμη από τις ίδιες. Δεν χρειάζεται να κάνουν τα χιλιόμετρα που έκανα εγώ. Ακόμη κι αν μια γυναίκα δεν έχει τρέξει ποτέ στη ζωή της προηγουμένως, μπορεί να κάνει για 20-30 λεπτά δυναμικό βάδισμα 3-4 φορές την εβδομάδα και σταδιακά να αρχίσει σιγά σιγά να δοκιμάζει μέχρι και το τρέξιμο.
Το να διαδοθεί η ιδέα της άσκησης για τις καρκινοπαθείς ήταν κάτι που ήθελαν οι γιατροί, οι οποίοι όμως δυσκολεύονταν να πείσουν τις ασθενείς τους να κινητοποιηθούν, ακριβώς επειδή η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι οι καρκινοπαθείς δεν πρέπει να γυμνάζονται. Ενώ π.χ. στις ΗΠΑ, από ό,τι ξέρω, η άσκηση συνταγογραφείται. Το όλο πράγμα μοιάζει με κοινό μυστικό που όλοι φοβούνται να αποκαλύψουν, παρ’ όλο που όλοι ξέρουν την αλήθεια. Όταν μια γυναίκα ή οποιοσδήποτε γυμνάζεται –το λέω αυτό και ως γυμνάστρια– μετά από 25-30 λεπτά άσκησης, π.χ., δυναμικού βαδίσματος, ο οργανισμός παράγει ενδορφίνες. Αυτές είναι οι ορμόνες της ευχαρίστησης και της ευτυχίας. Άρα, αυτό είναι και κάτι σαν παυσίπονο. Γι’ αυτό, όταν μια γυναίκα κάνει θεραπεία, χρειάζεται την άσκηση περισσότερο ποτέ.
Βεβαίως, χρειάζεται επίσης μεγάλη προσοχή, π.χ., στη χαμηλή θερμοκρασία, διότι ο οργανισμός δεν πρέπει να εξαντλείται. Δεν χρειάζονται υπερβολές. Δεν είναι ανάγκη να πιέ¬ζεται κάποιος να τρέχει επί δύο ώρες, για παράδειγμα. Με ημίωρο δυναμικό βάδην ή τρέξιμο πετυχαίνεις α) να βοηθήσεις το σώμα σου να αποβάλει πιο γρήγορα τις τοξίνες, β) να έχεις καλύτερη διάθεση λόγω της παραγωγής ενδορφινών, γ) να παίρνεις ένα φυσικό παυσίπονο. Όταν εγώ έτρεχα, τον πόνο τον ένιωθα, αλλά ήταν πιο ήπιος, πιο υποφερτός. Οπότε δεν χρειαζόμουν τόσο πολλά φάρμακα, κορτιζόνες κ.λπ. για να αντέξω τους πόνους. Έπαιρνα τα τελείως απαραίτητα. Έχω κάνει αναλυτική καταγραφή, κρατώντας ημερολογιακές σημειώσεις για το πώς ένιωθα μετά από κάθε προπόνηση που έκανα στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αλλά χαίρομαι που πλέον γράφονται άρθρα, γίνονται ομιλίες αποκλειστικά με θέμα την άσκηση και τη χημειοθεραπεία.
Κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να αναφερθώ στο θέμα λέω «τον καρκίνο τον ξέρουμε όλοι. Αυτό που θέλω να πω εγώ είναι πόσο με έχει ωφελήσει η άσκηση κατά τη διάρκεια των χημειοθεραπειών. Χωρίς κλάψα και γκρίνια».
Αποσπάσματα από το βιβλίο « Μην τα παρατάς!»
Συγγραφέας: Μαρία Πολύζου
Εκδόσεις: Key Books