Επιστολή του «Άλμα Ζωής» προς το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού

Post's featured image
Αθήνα, 28/8/2024
 

ΘΕΜΑ: ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΤΟΥ 80% ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΕΦ’ ΟΡΟΥ ΖΩΗΣ» ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ.

 
Αξιότιμες/-οι Κυρίες/-ιοι,
 
Σας αποστέλλουμε την παρούσα, με αφορμή την ψήφιση των άρθρων 17 και 18 του ν. 5128/2024.
Κατ’ αρχάς, με βάση το άρθρο 18 του παραπάνω νόμου, ορίσθηκε ότι: «Kατ’ εξαίρεση, εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και τα μέλη Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού (Ε.Β.Π.), που εμφανίζουν αναπηρία εφ’ όρου ζωής σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, η οποία πιστοποιείται από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) ή άλλης ισοδύναμης ανώτατης υγειονομικής επιτροπής, δύνανται να μετατίθενται σε περιοχές μετάθεσης της επιλογής τους. Οι ως άνω ενδιαφερόμενοι προς μετάθεση εκπαιδευτικοί, καθώς και τα μέλη Ε.Ε.Π. - Ε.Β.Π. υποβάλλουν, εντός της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 50/1996, αίτηση μετάθεσης στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης που ανήκουν οργανικά, κατόπιν προσκόμισης του ως άνω πιστοποιητικού ΚΕ.Π.Α. ή άλλης ισοδύναμης ανώτατης υγειονομικής επιτροπής. Οι αιτήσεις μεταθέσεων του δεύτερου εδαφίου ικανοποιούνται ανεξαρτήτως ύπαρξης οργανικών κενών που διατίθενται για τις μεταθέσεις των υπόλοιπων εκπαιδευτικών. Η οριστική τοποθέτηση των εκπαιδευτικών και μελών Ε.Ε.Π. - Ε.Β.Π. του πρώτου εδαφίου στις περιοχές μετάθεσης της επιλογής τους πραγματοποιείται με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν και για τους εκπαιδευτικούς, που ανήκουν στην ειδική κατηγορία μετάθεσης του άρθρου 13 του π.δ. 50/1996».
 
Είναι γνωστό ότι η αναπηρία έχει κοινή εκκίνηση με την ασθένεια, αλλά διαφοροποιείται από αυτήν ως προς τη διάρκεια και τη σταθερότητα της βλάβης. Αυτό, όμως, που κυρίως διακρίνει την αναπηρία από την ασθένεια είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται (ενν. η αναπηρία). Η αναπηρία εμφανίζει την ιδιαιτερότητα ότι ορίζεται όχι μόνο ιατρικά αλλά και κοινωνικά. Το επικρατούν κοινωνικό μοντέλο, εμπνεόμενο από τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες του 2006 (κυρωτικός ν. 4074/12), εκλαμβάνει την αναπηρία ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατομικής βλάβης και κοινωνικού περιβάλλοντος. Γενικά, το κοινωνικό μοντέλο ανάγει την αναπηρία (βλάβη) σε ζήτημα της κοινωνίας, σε επιδίωξη συμμετοχής στην κανονική ζωή (ένταξη/ενσωμάτωση των αναπήρων). 
 
Προς τούτο, το κράτος υποχρεούται να διαθέσει όλα τα κατάλληλα μέσα, ώστε να προστατευθεί η υγεία των πολιτών. Το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά το οποίο: «3. TοKράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της [...] της αναπηρίας [...].», καθιερώνει την υποχρέωση για λήψη θετικών μέτρων και παροχή υπηρεσιών
υψηλού επιπέδου που καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των ατόμων που εμφανίζουν αναπηρία. Για την εκπλήρωση της συνταγματικής αυτής επιταγής, ο νομοθέτης υποχρεούται να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η προστασία της υγείας των πολιτών κι εν γένει των ανθρώπων. Έτσι, μεταξύ άλλων, λαμβάνει ειδικά μέτρα για την προστασία της αναπηρίας. 
 
Πλην όμως, η διάταξη του άρθρου 18 του ν. 5128/2024 καταστρατηγεί εμφανώς τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Αυτό, διότι τα κριτήρια μετάθεσης των ατόμων με αναπηρία σε τόπο της επιλογής τους, είναι τέτοια που στην πραγματικότητα μένουν εκτός νομοθετικής ρύθμισης κατηγορίες ατόμων με αναπηρία, στις οποίες σκόπιμο θα ήταν να επεκτεινόταν η ανωτέρω ρύθμιση. 
 
Ειδικότερα, για τις γυναίκες με καρκίνο μαστού, συμβαίνει τα δύο(2) πρώτα χρόνια μετά τη διάγνωση της ασθένειας, να παίρνουν ποσοστό 67% και στη συνέχεια, αν δεν υπάρχει υποτροπή της νόσου, συνήθως να το χάνουν. Το συγκεκριμένο ποσοστό του 67% δεν χορηγείται «τυχαία», αλλά διότι -μεταξύ άλλων- τα δύο (2) αυτά πρώτα χρόνια από την εμφάνιση της νόσου, οι γυναίκες που πάσχουν από καρκίνο του μαστού υποβάλλονται σε συνεχείς θεραπείες, σε πολύ στενή παρακολούθηση από τους ιατρούς τους και σε απανωτές εξετάσεις. Κρίσιμο είναι, λοιπόν, για αυτά τα δύο (2) χρόνια και για όσο υπάρχει το ποσοστό του 67% (και άνω), οι εκπαιδευτικοί να βρίσκονται στον τόπο που παρακολουθούνται από τους ιατρούς τους κάνοντας τις απαραίτητες θεραπείες. Αυτή προκρίνεται ως η ορθότερη λύση, δεδομένου ότι τα δύο (2) αυτά πρώτα χρόνια η γυναίκα με καρκίνο του μαστού καταβάλλει κοπιώδεις προσπάθειες για την αποκατάστασή της - σωματική και ψυχική - και την ομαλή επανένταξή της στην επαγγελματική ζωή, σε συνδυασμό με τα έξοδα ασθένειας που έχει να καλύψει, με αποτέλεσμα: 1)το να επιβαρύνεται και (επιπλέον!) με τυχόν έξοδα απομακρυσμένης διαμονής και 2) να χρειάζεται να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν, δηλαδή, να εξεύρει από την αρχή νέους γιατρούς για τις θεραπείες της και να χτίσει ξανά την εμπιστευτική σχέση μαζί τους, να την αποστραγγίζουν και να την εξουθενώνουν τελικώς σωματικά, οικονομικά και ψυχικά. 
 
Παράλληλα, ο περιορισμός-όρος που έχει τεθεί στον ως άνω νόμο (άρθ. 18 του ν. 5128/2024)να υπάρχει αναπηρία εφ’ όρου ζωής πρέπει να εξαλειφθεί, καθότι δεν θα έπρεπε να αποτελεί ο εν θέματι χαρακτηρισμός της αναπηρίας κριτήριο ώστε να δικαιούται ή όχι κάποιος μετάθεση σε τόπο επιλογής του. Σκοπός του νόμου είναι να βοηθηθούν οι γυναίκες που πάσχουν από καρκίνο του μαστού το διάστημα που εμφανίζουν την αναπηρία, γιατί τότε έχουν ανάγκη την κρατική μέριμνα, και όχι το αν οι γυναίκες αυτές θα φέρουν το ίδιο ποσοστό και τη δεύτερη φορά που θα περάσουν από επιτροπή ΚΕ.Π.Α. ή και εφ’ όρου ζωής. Κρίσιμη, δηλαδή, είναι η ύπαρξη της αναπηρίας αυτής καθ’ εαυτήν (αυτή από μόνη της αρκεί), και όχι η εφ’ όρου ζωής διάρκειά της. Άλλωστε, καμία γυναίκα με καρκίνο μαστού δεν παίρνει αναπηρία εφ’ όρου ζωής, ούτε καν οι γυναίκες με μεταστατικό καρκίνο μαστού, ο οποίος αποτελεί ανίατη ασθένεια. 
 
Περαιτέρω, στο άρθρο 17 του ίδιου νόμου αναφέρεται ότι: «Η οριστική τοποθέτηση των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών πραγματοποιείται κατά τη διαδικασία των μεταθέσεων, στο πλαίσιο της οποίας συγκρίνονται, κατά περίπτωση, με τους λοιπούς εκπαιδευτικούς, μέλη Ε.Ε.Π. ή Ε.Β.Π. του κλάδου τους. Με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου, οι νεοδιοριζόμενοι υποχρεούνται να παραμείνουν στην περιοχή διορισμού τους για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) σχολικών ετών και οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή που επιφέρει μεταβολή της τοποθέτησης αυτής, όπως απόσπαση ή μετάθεση, βάσει γενικής ή ειδικής διάταξης κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, δεν επιτρέπεται. Σε περίπτωση διορισμού στην Ε.Α.Ε. ισχύει η υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου και, επιπροσθέτως, ο νεοδιοριζόμενος υποχρεούται να υπηρετήσει στην Ε.Α.Ε. για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Οι νεοδιοριζόμενοι εκπαιδευτικοί ή μέλη Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. που ανήκουν στις ειδικές κατηγορίες μετάθεσης της παρ. 1 του άρθρου 13 του π.δ. 50/1996 (Α` 45) ή του άρθρου 8 του π.δ. 56/2001 (Α` 47), αντίστοιχα, καθώς και όσοι έχουν, οι ίδιοι ή οι σύζυγοί τους, ποσοστό αναπηρίας εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) και άνω ανεξαρτήτως παθήσεως ή έχουν τέκνα με αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, ανεξαρτήτως παθήσεως, δύνανται να αποσπώνται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου ύστερα από γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, κατόπιν προσκόμισης πιστοποιητικού Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) που αποδεικνύει τα ανωτέρω. Για τους σκοπούς της παρούσας, ο χρόνος απόσπασης λογίζεται ως χρόνος υπηρέτησης του εκπαιδευτικού στην οργανική του θέση». 
 
Η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 17 αφορά -μεταξύ άλλων- σε εκπαιδευτικούς ή μέλη Ε.Ε.Π. και Ε.Β.Π. που έχουν ποσοστό αναπηρίας 75% και άνω, ανεξαρτήτως παθήσεως. Μολαταύτα, το ποσοστό αναπηρίας 75% που αξιώνει η παραπάνω διάταξη δεν φαίνεται να στηρίζεται σε κάποιο λογικό/ νομικό έρεισμα και αδυνατούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους προβλέφθηκε ένα τέτοιο ποσοστό για τους εκπαιδευτικούς με αναπηρία. Ως εκ τούτου, και για τους ίδιους λόγους που αναπτύξαμε και παραπάνω (δείτε σελ. 2-3 της παρούσας), είναι απολύτως αναγκαίο να τροποποιηθεί το ποσοστό αυτό τουλάχιστον στο 67%.
Δεδομένων όλων των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη του αγώνα που κάνουμε καθημερινά προς τον σκοπό υποστήριξης των γυναικών που πάσχουν από καρκίνο του μαστού, παρακαλούμε θερμά να προβείτε στις απαιτούμενες ενέργειες, προκειμένου να επεκταθεί η ρύθμιση των άρθρων 17 και 18 του ν. 5128/2024 και στους εκπαιδευτικούς με ποσοστό αναπηρίας (τουλάχιστον) 67%.Εξυπακούεται ότι ο Σύλλογός μας θα σταθεί δίπλα σας σε οποιαδήποτε ενέργεια κατατείνει στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ατόμων με αναπηρία και έτοιμος να παράσχει την καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμβολή του προς την κατεύθυνση αυτή. 
 
 
Για τον Σύλλογο Άλμα Ζωής
 
Μετά τιμής

Η Πρόεδρος
Παρασκευή Μιχαλοπούλου

Η Νομική Σύμβουλος
Φωτοπούλου Ευγενία